- φιλύρινος
- -ίνη, -ον, Α1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.)2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο τής φιλύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλύρινος — of lime wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύρινον — φιλύρινος of lime wood masc acc sg φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυρίνη — φιλύρινος of lime wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυρίνοις — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυρίνῳ — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύρινα — φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)